Κεκροπίῳ

Κεκροπίῳ
Κέκροψ
Cecropian
masc/neut dat sg
Κεκρόπιον
Cecropian
neut dat sg
Κεκρόπιος
Cecropian
masc/neut dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Κεκρόπιο — Τμήμα του οικοδομήματος του Ερεχθείου της Ακρόπολης, στο οποίο, σύμφωνα με τη μυθολογία, βρισκόταν ο τάφος του βασιλιά Κέκροπα, στη βορειοδυτική πλευρά του κτιρίου. Το τμήμα αυτό συνδεόταν με τις Καρυάτιδες με μια μικρή στοά, η οποία στις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”